τυροσινάση

τυροσινάση
η, Ν
(βιοχ.) γενική ονομασία ομάδας ενζύμων που έχουν την ιδιότητα να οξειδώνουν την τυροσίνη προς τη μαύρη χρωστική μελανίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tyrosinase (< tyrosine + κατάλ. -ase)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”